No More Learning

25
και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι
ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,
λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας
'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,
πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30
και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα
δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι•
με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,
και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν•
παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35
και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου•
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς,           εις την πατρίδα
άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.