και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο
σκολαρίκια
φέραν
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.
Homer - Odyssey - Greek
αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο,
σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205
την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις,
του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα,
και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος,
ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο
το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210
βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,—
εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου,
κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα
ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες.
και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215
λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•
Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει!
όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει!
πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη,
ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220
'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη,
όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας;
δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη,
να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη
'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225
πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει,
αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι,
να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία.
αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230
'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα
από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος•
απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας•
κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235
θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση
την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη.
τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος,
κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια•
«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240
μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα
αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε•
ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη•
τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου,
'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245
πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε
ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο
θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη,
κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250
του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν
σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων,
ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».
Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν,
και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255
εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις,
αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε.
ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις,
και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη.
τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260
κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας
ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι•
κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος•
«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα•
ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265
πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία
με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη
δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε;
και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν•
ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270
'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις.
αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη.
ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275
προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω•
ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω,
αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση
ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».
Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280
«Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου.
αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω•
και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι.
βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν
'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285
αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης,
'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη•
για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια,
και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.
Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290
σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι,
ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας,
αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει
'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι,
λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295
τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος
'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν
βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι
την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300
αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα,
την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον
να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του.
τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη
από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305
«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο!
το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω
εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν,
ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν
οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα,
τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις,
ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία,
και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315
θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου
βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης.
τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη
'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις.
ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320
οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν.
το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης
παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».
Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,
κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325
αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα,
άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.
'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος
Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση.
κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330
του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων
εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι•
την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου,
αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του
μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335
Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας,
παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,
οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα,
γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340
'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη.
εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο,
και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι,
και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν,
κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345
να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις•
καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».
Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο,
σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα•
«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350
να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις,
και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη».
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου,
και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355
Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου
'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι.
κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα•
και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος,
τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360
'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε
να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις,
να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν•
και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση.
άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365
το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης.
και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία,
και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.
Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους•
«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370
γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα•
βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε•
αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».
Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο•
«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375
έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι
ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις;
ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου
τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380
«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις.
και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση
ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης,
άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη
ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385
των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται•
αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση.
αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι
'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα.
αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390
η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης•
ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη
με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». 395
Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας,
'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος,
με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη•
δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400
μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους,
'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις•
ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».
Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405
«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες!
αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις,
φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».
Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει,
'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410
κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας
γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη
προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα,
εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε•
των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415
η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος.
όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης
ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.
ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα
πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420
όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη.
και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν
να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται.
αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία.
με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425
'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση.
τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι
έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν,
και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430
κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των,
και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις.
κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι,
άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435
και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι
όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας
δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει.
τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440
άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν,
κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου
του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα•
κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».
Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445
τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου;
μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι,
μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο,
καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης.
με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450
ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν
από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».
Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας•
«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες!
αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455
αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης,
τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».
Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη,
και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460
καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».
Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη
τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι
του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας
την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465
εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι
καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε•
«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470
αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του
απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία.
αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία,
'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη.
αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475
ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».
Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε,
καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις,
από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι
σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480
Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι.
και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε
Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης.
και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων;
με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485
οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων,
και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».
Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε.
το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη,
και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490
την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212
Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων•
«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση».
κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495
«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας
να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση».
και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν•
αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500
'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία,
γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι
οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος
με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».
Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505
'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας.
και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο•
«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον,
εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω,
αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510
ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες,
θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι.
τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις• 515
τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο,
και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος
και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα
εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι
'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, 520
όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου.
και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα,
και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα.
κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα,
και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα 525
εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα,
'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη•
«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου.
και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530
ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι.
ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους,
τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι•
κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν,
και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535
συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν,
χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει,
ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση.
αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη,
'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη,
και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα•
«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου•
δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545
δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις
όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη.
και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου•
αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται,
θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550
Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος,
σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα,
η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα
του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι,
την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555
και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα
θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία•
και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας
να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».
Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560
«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα
της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•
'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω.
αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει,
'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565
ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα,
μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω,
βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος.
της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία,
να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570
τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της,
και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά• παληά ρούχα φοράω,
καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα».
Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος,
και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575
«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης;
ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε
μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».
Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, 580
μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων.
και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση.
και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει,
μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• 585
«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει•
ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις
δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας».
Αυτά 'πε• τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων,
όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590
κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι,
του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω
τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου•
ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου,
τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595
ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη.
αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση,
και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600
ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».
Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος•
και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη,
'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι,
όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605
εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει.
Ραψωδία Σ
Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν
Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος,
να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε
ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι.
Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5
εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι,
ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν.
να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος
ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα•
«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10
και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν
για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου.
αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας•
«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15
ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι
τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα
πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης,
ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις.
και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20
και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη
σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης
αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση
άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».
Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25
«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία,
τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω
και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω,
ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο.
τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30
να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»
Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις
έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι.
τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου,
μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35
«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη•
ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει!
'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο•
κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.
Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40
εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους.
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε•
«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι•
εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις,
που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45
όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη,
ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη.
κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν
άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση».
Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50
με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•
«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση
γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα,
για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία,
αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55
βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη
άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».
Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε.
και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60
ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου,
από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι,
τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση.
ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν,
ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65
Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας
τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία
τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη,
και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του
και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70
εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι,
κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον•
«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη•
του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν! »
Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75
αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν,
'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο.
ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες,
α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι,
αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80
'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του.
αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη•
αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση,
για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι,
'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85
μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη,
και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν
αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν,
κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90
να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση,
ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου,
κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση,
μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν
'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95
εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα,
και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα•
χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα,
έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες
από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100
και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας
απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης,
και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση,
ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου•
«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105
και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης,
ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι
ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη,
και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110
γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν•
«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει,
'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη
έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115
'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου».
Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας.
ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του
με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε
απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120
και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε•
«Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις
καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125
και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει,
πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας.
υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις•
όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου.
απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130
του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει•
όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις
του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη•
αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν,
τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135
ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα,
οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.
ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον,
αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης,
θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140
όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση,
αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων•
ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες,
και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν
του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145
θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα
θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης,
την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη.
ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω
αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150
Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του
έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα.
τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην
περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του•
τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155
'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι•
και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.
Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,
εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160
να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη
'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα.
κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης•
«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη,
εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165
και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα.
να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις•
εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».
Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη•
«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170
άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης,
αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης,
όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο•
πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει,
τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175
τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης
να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω•
οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180
απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία.
της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας,
να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω•
ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».
Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185
να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.
Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου
πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190
της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν.
μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της,
μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη,
όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων.
την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195
και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη.
και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη.
έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις,
και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος•
έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200
«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη!
μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα
Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου,
ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος
ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205
Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη.
μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν•
και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη
'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210
κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.
κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους
επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν.
και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της•
«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215
παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου.
και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης,
και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου,
και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου,
ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220
ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη,
'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος•
πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος,
και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη;
την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω•
όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα,
και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι•
αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230
ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι
τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω.
όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου
η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.
Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235
να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις
ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα,
άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν,
ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα,
την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240
και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη
'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε•
«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245
αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι
σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες
εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη
'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250
«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα,
οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα
με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.
αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος,
και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255
τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα.
ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα,
το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε•
γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία
οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260
ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες,
'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις
εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν
ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου•
όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265
'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.
'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι
'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα•
και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση,
τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270
εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα•
θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα,
την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας.
και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος•
ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275
οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη
θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη,
βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα
της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα•
όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280
Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους
με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της,
Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε•
«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285
των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα,
δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι•
κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης
τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».
Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος• 290
κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη.
του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον,
και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις,
'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία.
και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295
χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι.
και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.
και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν
λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300
όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.
Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη,
και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν,
πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι
γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305
και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε.
ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν,
κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω,
δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα
η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310
και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας
'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου,
του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα,
της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα,
και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315
'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη.
και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω•
και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν,
δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».
Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320
και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω,
οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της
η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει•
την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε,
αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325
εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα•
«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι•
εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης
ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος
'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330
ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου
ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;
κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου,
και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335
και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα
κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».
Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340
τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν
τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε.
και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος
να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του
άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345
Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις
απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη
του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος.
κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου,
τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350
«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες,
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα•
κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει,
ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355
Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα•
«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης
εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου,
λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης•
αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360
και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου.
αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις,
αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι,
να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».
Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• 365
«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο
να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα,
'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι,
παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε,
ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370
ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος,
λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι,
ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία,
και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι,
θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375
και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας
σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα,
και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι,
μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος,
και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380
αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου•
και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις,
ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους•
αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385
ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο».
Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη,
και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα
'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390
ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου
ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;»
Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο
προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395
εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι
το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης,
και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα.
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,
και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400
«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος•
ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις
φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης
χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».
Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405
«Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη
το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει.
τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας,
αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,
Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410
θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε.
και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου
του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε•
«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει
ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415
τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον
των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση
θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι.
τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα• 420
ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».
Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη.
και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου
θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα,
και 'ς όλους γύρω εμοίρασε• και αφού των αθανάτων 425
σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν,
και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας.
ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ
End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
***** This file should be named 30615-0. txt or 30615-0. zip *****
This and all associated files of various formats will be found in:
http://www. gutenberg. org/3/0/6/1/30615/
Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Updated editions will replace the previous one--the old editions
will be renamed.
Creating the works from public domain print editions means that no
one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
(and you! ) can copy and distribute it in the United States without
permission and without paying copyright royalties. Special rules,
set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
such as creation of derivative works, reports, performances and
research. They may be modified and printed and given away--you may do
practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
subject to the trademark license, especially commercial
redistribution.
*** START: FULL LICENSE ***
THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
distribution of electronic works, by using or distributing this work
(or any other work associated in any way with the phrase "Project
Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
Gutenberg-tm License (available with this file or online at
http://gutenberg. org/license).
Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
electronic works
1. A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
and accept all the terms of this license and intellectual property
(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1. E. 8.
1. B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
used on or associated in any way with an electronic work by people who
agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
even without complying with the full terms of this agreement. See
paragraph 1. C below. There are a lot of things you can do with Project
Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
works. See paragraph 1. E below.
1. C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
collection are in the public domain in the United States. If an
individual work is in the public domain in the United States and you are
located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
are removed. Of course, we hope that you will support the Project
Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
keeping this work in the same format with its attached full Project
Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
1. D. The copyright laws of the place where you are located also govern
what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
a constant state of change. If you are outside the United States, check
the laws of your country in addition to the terms of this agreement
before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
creating derivative works based on this work or any other Project
Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
the copyright status of any work in any country outside the United
States.
1. E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
1. E. 1. The following sentence, with active links to, or other immediate
access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
copied or distributed:
This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
with this eBook or online at www. gutenberg. org
1. E. 2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
and distributed to anyone in the United States without paying any fees
or charges. If you are redistributing or providing access to a work
with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1. E. 1
through 1. E. 7 or obtain permission for the use of the work and the
Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1. E. 8 or
1. E. 9.
1. E. 3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
with the permission of the copyright holder, your use and distribution
must comply with both paragraphs 1. E. 1 through 1. E. 7 and any additional
terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
1. E. 4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
License terms from this work, or any files containing a part of this
work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
1. E. 5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
electronic work, or any part of this electronic work, without
prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1. E. 1 with
active links or immediate access to the full terms of the Project
Gutenberg-tm License.
1. E. 6. You may convert to and distribute this work in any binary,
compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www. gutenberg. org),
you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
License as specified in paragraph 1. E. 1.
1. E. 7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
unless you comply with paragraph 1. E. 8 or 1. E. 9.
1. E. 8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
that
- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
has agreed to donate royalties under this paragraph to the
Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
must be paid within 60 days following each date on which you
prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
address specified in Section 4, "Information about donations to
the Project Gutenberg Literary Archive Foundation. "
- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
License. You must require such a user to return or
destroy all copies of the works possessed in a physical medium
and discontinue all use of and all access to other copies of
Project Gutenberg-tm works.
- You provide, in accordance with paragraph 1. F. 3, a full refund of any
money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
electronic work is discovered and reported to you within 90 days
of receipt of the work.
- You comply with all other terms of this agreement for free
distribution of Project Gutenberg-tm works.
1. E. 9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
electronic work or group of works on different terms than are set
forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
Foundation as set forth in Section 3 below.
1. F.
1. F. 1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
works, and the medium on which they may be stored, may contain
"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
your equipment.
1. F. 2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
of Replacement or Refund" described in paragraph 1. F. 3, the Project
Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
liability to you for damages, costs and expenses, including legal
fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
PROVIDED IN PARAGRAPH 1. F. 3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
DAMAGE.
1. F. 3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
written explanation to the person you received the work from. If you
received the work on a physical medium, you must return the medium with
your written explanation. The person or entity that provided you with
the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
refund. If you received the work electronically, the person or entity
providing it to you may choose to give you a second opportunity to
receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
is also defective, you may demand a refund in writing without further
opportunities to fix the problem.
1. F. 4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
in paragraph 1. F. 3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
1. F. 5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
1. F. 6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
with this agreement, and any volunteers associated with the production,
promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
that arise directly or indirectly from any of the following which you do
or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
electronic works in formats readable by the widest variety of computers
including obsolete, old, middle-aged and new computers.
