Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ'
άκουσε
τον λόγο,
την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
Homer - Odyssey - Greek
org
Title: Homer's Odyssey
Volume C
Author: Homer
Translator: Iakovos Polylas
Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615]
First Posted: December 6, 2009
Language: Greek
Character set encoding: UTF-8
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
ΤΟΜΟΣ Γ'
ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ραψωδία Ν
Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα
όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία•
τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε•
«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,
θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5
και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.
τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,
'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου
το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.
έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10
τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα
χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.
κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση
καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο•
τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15
Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν•
και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20
τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων
εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν•
κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου•
και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,
του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25
και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι
ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,
λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας
'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,
πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30
και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα
δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι•
με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,
και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν•
παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35
και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου•
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα
άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.
ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40
προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν
οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα
την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου•
και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας
να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45
κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».
Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει•
και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50
όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,
τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».
Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν
των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55
μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας
και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,
κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη
το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60
αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου
τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».
Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας•
του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,
προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65
άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη•
το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,
η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,
και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη•
και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70
οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι
τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν•
και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι
'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,
'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75
ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία•
κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,
ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,
βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80
και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,
καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,
και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,
του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα
οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85
κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,
το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει•
με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,
κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,
'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90
πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,
τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο
το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,
'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95
λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,
εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια
απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,
και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα
απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100
τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν•
και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.
και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105
και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν•
μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις
πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν•
και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο•
μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110
η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη
θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.
Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν•
και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,
το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115
και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,
και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,
μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,
'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον•
τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120
καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα•
και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,
έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας
έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση•
κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125
'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα
απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•
«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων
δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με
γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130
έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,
όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση,
άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.
και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον
με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135
μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,
'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,
άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140
δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση
να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!
και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης
να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι•
ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145
Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,
αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.
και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150
να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,
όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,
άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155
να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,
να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι
οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».
Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας
προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160
κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο
έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,
με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,
και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.
Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165
οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι•
και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου,
ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,
εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».
Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170
και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε•
«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου•
έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,
'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,
κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη
θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση•
τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος•
και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180
'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα
δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση
και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».
είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185
οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,
ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας
οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,
ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,
ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190
να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,
μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,
πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες•
όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,
τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195
τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του•
πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του•
κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις
τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε•
«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200
μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,
ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;
ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,
κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205
'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε•
τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι
θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.
ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,
ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210
'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν
'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.
να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,
'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη•
αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215
μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,
τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,
και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του
την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220
'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,
κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,
ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος•
διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,
'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225
άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε
ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε•
μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου
σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230
γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.
και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;
κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,
ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,
αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι,
όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν•
την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240
κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα•
δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι•
αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη•
σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος•
συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245
γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,
και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της•
όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,
'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».
Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250
κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,
ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη•
και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,
και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,
πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255
«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,
απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους
τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα
έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,
τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260
όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,
τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων
όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,
και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη•
ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265
εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν•
καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,
και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι•
μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε
κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270
και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,
και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,
και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας
'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,
ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275
αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,
κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν•
κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα•
λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα•
για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280
αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι•
εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο•
από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,
αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,
κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290
«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,
'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος•
σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,
ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,
και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295
αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο•
συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,
και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία
φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη
την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300
σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,
κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι•
και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,
να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,
οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305
και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,
να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα•
μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,
ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις
όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310
Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,
όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις•
τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,
όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315
αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,
πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης
σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,
αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320
ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν•
πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου
μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι•
και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—
τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325
αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,
και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—
ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330
για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα
ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης•
καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε
την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση•
και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335
πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,
'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη•
κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία
ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340
αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα
ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος
αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του•
αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.
Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345
τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα•
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες•
τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες
πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις•
τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350
Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος•
ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,
κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,
και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355
«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον
να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις
χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,
αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,
ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση•
μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου
ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα•
έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365
Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,
κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας
όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,
και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν•
και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370
έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•
'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας
και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων•
κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375
το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης
σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν
την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν•
κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,
όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380
με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,
κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,
αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385
και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους•
στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν
τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας•
αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,
θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390
μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,
όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες
πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395
απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα•
και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους•
θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο•
της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,
και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400
τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,
αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,
'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι•
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405
και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία•
θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,
όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι•
βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,
αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410
κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,
έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,
να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,
οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,
ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;
ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη
να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420
«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα•
εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη
κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει
'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη•
τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425
όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα•
δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».
Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430
την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη
με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου•
τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,
και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,
κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435
κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο•
και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,
ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.
Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη
'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440
Ραψωδία Ξ
Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι
εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος
χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,
απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5
'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,
καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,
ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,
εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,
με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10
και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,
πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.
και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο
έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις
ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15
μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,
αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι
τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι
έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.
και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20
σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,
'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.
κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,
κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι•
οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25
οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει
μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,
όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα•
του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30
κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.
τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,
αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος
'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι•
και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35
εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου•
«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι
έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.
και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν•
κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40
εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,
αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος
εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων
κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.
αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45
και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι
οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».
Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος
εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση
έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50
μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.
εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας•
«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».
Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55
«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,
τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι
και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο
δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,
να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60
ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,
'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει
με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,
με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,
αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65
όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.
όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα•
και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης
να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων•
ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70
'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».
Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,
προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,
σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,
και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75
και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,
ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,
και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,
και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει•
«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80
και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,
'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο•
πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,
αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.
και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85
εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,
άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,
ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.
πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,
το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90
ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν
δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.
τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,
ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα•
και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95
ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος
ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.
κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη
τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω•
δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100
και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,
του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.
κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια
ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.
καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105
από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.
κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,
και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε
κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110
και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,
εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,
του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος•
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115
'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,
και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;
ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,
οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία
οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120
Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,
ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.
αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,
ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125
και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση
'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,
κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,
και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,
ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130
και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,
ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα•
εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι
τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν•
ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135
άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.
κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος
τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω
κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,
ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140
το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.
ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω
να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου•
αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.
και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145
ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε•
αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,
και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150
εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,
ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια,
ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,
θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.
πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155
ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,
τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.
μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,
και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,
ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160
ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος•
τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,
θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,
'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165
«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,
ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε
ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου
τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,
τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170
αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη
ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,
και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,
και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα
Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175
οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα
ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,
κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•
'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του
άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180
ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος
και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.
πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,
ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.
άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185
και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,
ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;
με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις
εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;
ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,
γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,
φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195
τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,
και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,
όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,
υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200
γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία•
εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,
αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε
ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,
όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205
ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα•
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,
τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,
με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210
κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,
εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν
ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα•
όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης
ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215
τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,
'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου
εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,
τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,
και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220
τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.
αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα
και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.
κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,
'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225
όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη•
αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα•
ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.
τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,
εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230
εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων
έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος
πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,
και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις•
αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235
'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης
πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,
των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία•
τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε•
και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240
πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,
και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.
κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας•
τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,
τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245
μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,
και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω•
εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο•
κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου
σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250
και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.
την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη
επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,
ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη
κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255
και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι
φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία
έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260
και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου•
κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,
και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.
κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265
άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,
και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι
όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας
δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270
τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,
άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.
αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας•
(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,
ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275
την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου
έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι
του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος
μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,
και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280
και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι
να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,
φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,
του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.
έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285
πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι•
αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,
πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.
εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290
όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.
αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του•
αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,
κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,
μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295
ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,
και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.
εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,
και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα
πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300
αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία
γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι
επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.
σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305
ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι,
και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.
έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310
ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου
'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω•
τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.
εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα
κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315
αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία•
ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο
και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,
και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.
Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320
τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,
όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.
και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,
πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,
'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325
θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.
και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,
απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,
τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330
κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου
ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.
αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι
έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335
'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν
τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,
όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.
και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,
εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340
απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,
και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,
κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα•
και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.
και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345
'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν
ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.
αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,
κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,
απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350
απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας
'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.
και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος
έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.
αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355
και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.
ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,
και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου•
ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360
«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,
ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος
μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.
καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία
να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365
αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,
και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,
ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.
τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,
και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370
και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω
'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι
πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη
να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία•
οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375
και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,
και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν•
αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα
'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,
και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380
και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε
'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη
τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος
θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,
με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385
η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης
να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης
το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω
τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390
«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία•
εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.
ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι
οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.
'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395
χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,
και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει•
και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,
τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,
όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400
Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος•
«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον
και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,
αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,
μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405
με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!
αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν
γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».
Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους•
τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410
και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.
και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος•
«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,
του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,
και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415
κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,
και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».
Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα•
χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν
εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420
δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου
ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν
'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.
του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,
σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425
οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,
και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,
και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα
επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα•
και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430
τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν
εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος
οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.
'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα
των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435
τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα
με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,
και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.
τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας•
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440
αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».
Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,
και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να,
αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».
Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445
έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι
γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.
τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον
απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450
ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,
μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455
απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.
Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,
και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.
τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,
αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460
δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων•
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με•
λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,
'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει
να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465
και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.
αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.
αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.
ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470
εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.
και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,
αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου
ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.
και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475
κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,
ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.
και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,
και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.
αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480
ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω•
μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.
αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,
'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο.
χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω
με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».
και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490
αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη•
και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα,
μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι
εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε•
«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495
από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη
κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,
στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».
Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,
και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500
έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του
πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,
γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505
αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,
και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη•
ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510
να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,
τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,
ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων
εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.
αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515
θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη
'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.
και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520
χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,
και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.
Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες
'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος
να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525
αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας
ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.
πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος•
χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,
έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530
και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,
και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,
κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
Ραψωδία Ο
Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,
να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου
του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.
κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,
'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5
του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,
αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε,
την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.
σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10
από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν
όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,
όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15
της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,
να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις
εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.
μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της•
ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20
του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,
του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον
γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.
αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα
εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25
ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.
και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου•
καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,
εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30
δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.
αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,
και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη
εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35
και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,
'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο•
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.
αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40
την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,
οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».
Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη•
και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος
σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45
«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε
τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης•
«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,
νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50
αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη
τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,
και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση•
τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος
κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55
Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει
την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.
τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα•
με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60
το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου•
«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65
ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».
Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε•
«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,
αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω
εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70
ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.
κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη•
πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.
τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.
μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75
τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι
μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν•
δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,
αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.
και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80
ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,
κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων•
θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,
και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι
μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85
Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα,
Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα
ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω
αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη•
μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90
ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».
Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,
την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,
και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος.
ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,
κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100
και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,
ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε
έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.
η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα
πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105
έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,
απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,
που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν.
κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα
τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,
Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.
και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω•
κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115
είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων
ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην
διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120
ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του
τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης•
κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο
'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο
από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125
να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,
η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου
μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε
'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130
και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης
εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.
τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα•
και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135
ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, •
για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους•
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,
έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140
και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.
άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης
έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145
τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.
κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,
κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι
'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.
και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150
χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,
το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,
όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155
όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη
να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,
πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω
και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160
αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,
ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι
γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι
δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.
είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165
τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα,
Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι
τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».
Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,
αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170
τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε•
«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία
μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.
την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,
και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175
ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα
πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη•
μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180
και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».
Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα
με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι•
και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ
εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι•
εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190
τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν•
κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.
κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο•
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη,
να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195
μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας
η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία,
και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.
μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με
εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200
να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».
Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης
πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.
και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.
'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205
τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,
τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης•
κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα•
«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,
πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210
ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν•
ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη
να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.
και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».
Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215
κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.
επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους•
«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,
και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220
κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.
Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη
θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος
'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,
μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225
κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,
πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε•
κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,
άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,
'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230
ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου
βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα
η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,
'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.
και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235
τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα
την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του
την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα
εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240
αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο
ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην•
τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης•
ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,
αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245
και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,
αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα•
ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν•
και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.
τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250
έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην
έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,
αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.
χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία
ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε
εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα
οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260
καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου•
και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,
'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.
ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265
«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,
άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.
για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,
φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270
Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει
εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.
αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275
ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.
εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,
μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280
αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».
Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι
πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι•
εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,
κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285
ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν•
τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,
χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.
κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290
κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.
πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,
γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.
τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295
κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο
με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,
και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.
εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,
κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,
και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,
'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305
αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση•
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με•
κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,
βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.
αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310
ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,
ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.
και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.
και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315
τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.
κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.
ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει
'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320
θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,
να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,
να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,
αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».
Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325
«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;
ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης
'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,
'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.
κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330
αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει•
εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα
με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.
αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335
συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.
και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,
θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,
'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.
κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου•
αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει
ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345
και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,
για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,
και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,
αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,
ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350
Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης
εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία
'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.
για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355
για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης
εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας•
άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της
κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη
κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360
και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,
μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω•
τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία
κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.
ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365
και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,
κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.
εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,
πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,
και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370
κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,
μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα
έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.
και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον
δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375
οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,
με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,
να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους
και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380
«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,
σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,
οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385
ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,
σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».
Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με
να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390
και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα
η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται
και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας
να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος.
και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395
και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,
και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση•
μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας
τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη
ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400
εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη•
κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.
Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,
της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου•
δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405
έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.
και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει
τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.
αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,
ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410
με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.
δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα•
και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,
άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.
Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415
πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.
ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,
ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.
εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι•
και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420
μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,
οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.
την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα•
κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι•
«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425
του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.
αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,
ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».
Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430
«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,
να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;
ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».
Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε•
«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435
άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη•
και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε•
«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440
μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,
μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,
και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,
κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε
τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445
και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,
μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση•
τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.
και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο•
ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450•
είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.
εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία
θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.
τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455
και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι•
και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,
της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.
ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,
και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460
και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα
την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.
ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,
και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.
από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465
και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια
εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,
όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.
και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,
κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470
και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,
με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,
αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη
έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475
ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα•
αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη
'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.
κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.
και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,
οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.
ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485
«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,
ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.
αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας•
ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες
ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490
σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω
εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».
Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,
ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,
του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495
με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι•
κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,
έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,
και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν
το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500
και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε
ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι
το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου
και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω
τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505
κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,
καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».
Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι
θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510
ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»
Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης
θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων
δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει•
εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515
ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,
αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.
άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι
ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,
οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520
ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη
ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.
αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,
αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».
Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525
πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε
περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω
του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,
τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του
μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530
«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη
δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.
και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας
δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535
«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα
τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».
Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου•
«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540
εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα•
και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,
και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».
Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε•
«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545
απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».
Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε
να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.
εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550
κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο
βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,
εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555
όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα
σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
Ραψωδία Π
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,
κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.
και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν
την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5
τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,
και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου•
«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου
ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,
αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10
Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του•
'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη
έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.
και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο
μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15
κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας
τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους
εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,
μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος
έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20
τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,
και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,
Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.
αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25
θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη•
τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,
αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,
την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30
«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα
εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου
ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων
ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα
μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35
Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων•
«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη
εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».
Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40
κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι•
ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας•
εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε,
κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,
κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45
Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.
κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,
κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.
τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει
από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50
κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,
και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,
και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.
άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55
ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου•
«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη
οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;
τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60
«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης•
και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις
θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα
από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65
εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω•
πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70
τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;
εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου
ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη
την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,
μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75
ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση
εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,
θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80
και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω•
και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,
κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,
βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.
δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85
'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.
μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.
και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος
πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».
Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90
«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,
μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω
ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες
'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.
το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95
ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;
ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.
αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,
και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100
από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-
ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.
αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,
άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105
'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,
παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,
κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110
αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.
ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,
ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.
αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης•
μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας
μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120
όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα•
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125
και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν
το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.
αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν•
τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130
ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.
εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης
μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη
των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135
«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.
πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη
θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος!
ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,
τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140
ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.
πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,
δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,
αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,
και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,
και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,
τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.
αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150
και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη•
και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα
να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».
Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,
και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155
δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα•
κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα•
εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,
κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160
ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.
αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,
αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.
ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.
και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165
ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη•
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,
όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,
κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170
να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».
Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα
τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη•
μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175
και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.
και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος
εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος
αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι
θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180
«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν•
έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου•
ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.
αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,
και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις;
είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του
απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».
Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190
να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.
αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη
ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε•
Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,
αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195
ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση
αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία
νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος•
ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,
και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε
δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης•
ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.
εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205
ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας•
έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,
πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,
και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210
κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων
να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα
αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους•
και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215
κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν
γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,
αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους•
τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.
και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220
αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του•
«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,
εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν
αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225
«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,
οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.
με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,
και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230
χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα•
και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,
τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,
ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.
κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235
να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.
και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω
εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,
όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240
Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,
ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος•
αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.
δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;
δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245
αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω•
και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο
εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν•
άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι•
είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250
και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη•
μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος
αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.
αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,
μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255
αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,
συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,
και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260
θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,
'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν
των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,
οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση
η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις•
αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270
σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις•
εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση
παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.
κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,
τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275
και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,
ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.
μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν
απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι•
ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,
σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,
τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα
σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285
θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,
όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν•
θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον
ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290
και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας•
μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•
'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος. —
πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295
και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο
ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση
αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300
να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,
μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,
μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.
αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη
ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305
τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,
ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».
Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του•
«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης•
διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310
αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω
'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης
εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους
έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες
'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315
και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,
και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα•
αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις
εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,
σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320
Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη
τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο
έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους•
και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,
'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325
και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,
και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου•
κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,
το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,
ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330
'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα
η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.
και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,
την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335
και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,
ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε,
βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,
κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης
όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει•
και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340
και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.
Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη•
απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος
εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,
και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345
«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.
τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους
ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν
των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα».
Title: Homer's Odyssey
Volume C
Author: Homer
Translator: Iakovos Polylas
Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615]
First Posted: December 6, 2009
Language: Greek
Character set encoding: UTF-8
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
ΤΟΜΟΣ Γ'
ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
ΟΜΗΡΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ραψωδία Ν
Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα
όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία•
τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε•
«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,
θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5
και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.
τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,
'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου
το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.
έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10
τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα
χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.
κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση
καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο•
τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15
Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν•
και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20
τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων
εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν•
κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου•
και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,
του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25
και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι
ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,
λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας
'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,
πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30
και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα
δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι•
με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,
και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν•
παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35
και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου•
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα
άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.
ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40
προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν
οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα
την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου•
και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας
να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45
κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».
Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει•
και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50
όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,
τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».
Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν
των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55
μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας
και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,
κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη
το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60
αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου
τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».
Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας•
του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,
προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65
άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη•
το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,
η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,
και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη•
και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70
οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι
τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν•
και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι
'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,
'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75
ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία•
κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,
ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,
βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80
και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,
καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,
και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,
του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα
οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85
κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,
το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει•
με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,
κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,
'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90
πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,
τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο
το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,
'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95
λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,
εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια
απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,
και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα
απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100
τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν•
και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.
και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105
και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν•
μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις
πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν•
και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο•
μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110
η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη
θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.
Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν•
και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,
το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115
και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,
και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,
μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,
'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον•
τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120
καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα•
και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,
έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας
έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση•
κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125
'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα
απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•
«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων
δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με
γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130
έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,
όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση,
άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.
και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον
με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135
μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,
'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,
άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140
δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση
να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!
και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης
να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι•
ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145
Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,
αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.
και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150
να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,
όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,
άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155
να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,
να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι
οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».
Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας
προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160
κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο
έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,
με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,
και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.
Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165
οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι•
και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου,
ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,
εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».
Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170
και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε•
«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου•
έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,
'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,
κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη
θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση•
τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος•
και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180
'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα
δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση
και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».
είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185
οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,
ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας
οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,
ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,
ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190
να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,
μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,
πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες•
όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,
τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195
τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του•
πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του•
κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις
τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε•
«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200
μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,
ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;
ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,
κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205
'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε•
τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι
θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.
ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,
ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210
'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν
'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.
να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,
'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη•
αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215
μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,
τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,
και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του
την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220
'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,
κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,
ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος•
διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,
'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225
άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε
ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε•
μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου
σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230
γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.
και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;
κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,
ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,
αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι,
όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν•
την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240
κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα•
δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι•
αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη•
σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος•
συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245
γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,
και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της•
όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,
'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».
Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250
κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,
ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη•
και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,
και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,
πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255
«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,
απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους
τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα
έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,
τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260
όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,
τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων
όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,
και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη•
ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265
εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν•
καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,
και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι•
μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε
κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270
και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,
και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,
και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας
'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,
ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275
αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,
κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν•
κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα•
λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα•
για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280
αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι•
εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο•
από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,
αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,
κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290
«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,
'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος•
σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,
ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,
και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295
αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο•
συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,
και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία
φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη
την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300
σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,
κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι•
και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,
να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,
οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305
και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,
να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα•
μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,
ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις
όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310
Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,
όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις•
τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,
όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315
αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,
πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης
σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,
αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320
ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν•
πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου
μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι•
και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—
τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325
αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,
και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—
ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330
για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα
ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης•
καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε
την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση•
και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335
πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,
'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη•
κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία
ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340
αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα
ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος
αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του•
αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.
Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345
τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα•
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες•
τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες
πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις•
τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350
Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος•
ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,
κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,
και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355
«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον
να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις
χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,
αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,
ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση•
μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου
ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα•
έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365
Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,
κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας
όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,
και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν•
και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370
έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•
'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας
και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων•
κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375
το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης
σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν
την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν•
κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,
όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380
με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,
κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,
αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385
και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους•
στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν
τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας•
αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,
θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390
μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,
όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες
πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395
απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα•
και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους•
θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο•
της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,
και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400
τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,
αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,
'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι•
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405
και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία•
θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,
όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι•
βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,
αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410
κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,
έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,
να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,
οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,
ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;
ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη
να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420
«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα•
εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη
κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει
'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη•
τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425
όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα•
δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».
Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430
την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη
με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου•
τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,
και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,
κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435
κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο•
και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,
ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.
Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη
'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440
Ραψωδία Ξ
Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι
εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος
χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,
απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5
'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,
καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,
ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,
εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,
με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10
και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,
πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.
και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο
έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις
ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15
μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,
αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι
τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι
έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.
και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20
σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,
'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.
κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,
κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι•
οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25
οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει
μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,
όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα•
του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30
κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.
τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,
αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος
'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι•
και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35
εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου•
«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι
έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.
και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν•
κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40
εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,
αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος
εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων
κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.
αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45
και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι
οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».
Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος
εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση
έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50
μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.
εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας•
«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».
Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55
«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,
τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι
και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο
δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,
να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60
ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,
'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει
με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,
με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,
αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65
όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.
όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα•
και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης
να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων•
ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70
'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».
Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,
προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,
σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,
και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75
και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,
ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,
και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,
και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει•
«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80
και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,
'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο•
πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,
αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.
και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85
εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,
άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,
ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.
πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,
το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90
ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν
δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.
τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,
ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα•
και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95
ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος
ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.
κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη
τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω•
δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100
και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,
του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.
κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια
ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.
καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105
από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.
κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,
και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε
κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110
και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,
εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,
του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος•
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115
'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,
και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;
ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,
οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία
οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120
Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,
ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.
αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,
ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125
και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση
'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,
κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,
και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,
ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130
και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,
ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα•
εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι
τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν•
ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135
άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.
κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος
τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω
κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,
ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140
το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.
ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω
να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου•
αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.
και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145
ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε•
αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,
και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150
εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,
ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια,
ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,
θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.
πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155
ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,
τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.
μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,
και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,
ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160
ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος•
τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,
θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,
'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165
«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,
ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε
ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου
τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,
τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170
αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη
ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,
και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,
και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα
Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175
οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα
ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,
κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•
'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του
άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180
ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος
και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.
πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,
ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.
άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185
και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,
ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;
με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις
εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;
ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,
γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,
φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195
τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,
και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,
όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,
υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200
γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία•
εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,
αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε
ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,
όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205
ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα•
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,
τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,
με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210
κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,
εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν
ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα•
όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης
ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215
τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,
'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου
εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,
τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,
και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220
τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.
αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα
και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.
κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,
'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225
όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη•
αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα•
ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.
τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,
εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230
εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων
έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος
πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,
και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις•
αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235
'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης
πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,
των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία•
τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε•
και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240
πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,
και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.
κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας•
τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,
τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245
μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,
και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω•
εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο•
κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου
σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250
και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.
την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη
επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,
ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη
κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255
και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι
φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία
έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260
και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου•
κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,
και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.
κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265
άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,
και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι
όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας
δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270
τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,
άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.
αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας•
(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,
ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275
την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου
έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι
του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος
μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,
και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280
και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι
να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,
φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,
του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.
έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285
πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι•
αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,
πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.
εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290
όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.
αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του•
αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,
κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,
μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295
ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,
και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.
εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,
και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα
πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300
αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία
γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι
επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.
σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305
ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι,
και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.
έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310
ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου
'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω•
τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.
εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα
κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315
αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία•
ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο
και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,
και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.
Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320
τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,
όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.
και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,
πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,
'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325
θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.
και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,
απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,
τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330
κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου
ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.
αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι
έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335
'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν
τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,
όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.
και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,
εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340
απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,
και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,
κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα•
και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.
και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345
'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν
ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.
αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,
κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,
απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350
απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας
'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.
και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος
έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.
αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355
και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.
ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,
και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου•
ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360
«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,
ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος
μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.
καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία
να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365
αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,
και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,
ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.
τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,
και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370
και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω
'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι
πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη
να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία•
οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375
και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,
και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν•
αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα
'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,
και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380
και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε
'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη
τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος
θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,
με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385
η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης
να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης
το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω
τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390
«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία•
εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.
ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι
οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.
'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395
χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,
και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει•
και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,
τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,
όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400
Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος•
«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον
και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,
αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,
μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405
με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!
αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν
γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».
Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους•
τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410
και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.
και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος•
«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,
του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,
και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415
κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,
και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».
Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα•
χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν
εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420
δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου
ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν
'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.
του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,
σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425
οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,
και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,
και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα
επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα•
και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430
τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν
εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος
οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.
'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα
των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435
τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα
με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,
και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.
τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας•
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440
αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».
Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,
και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να,
αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».
Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445
έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι
γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.
τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον
απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450
ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,
μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455
απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.
Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,
και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.
τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,
αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460
δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων•
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με•
λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,
'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει
να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465
και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.
αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.
αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.
ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470
εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.
και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,
αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου
ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.
και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475
κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,
ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.
και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,
και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.
αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480
ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω•
μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.
αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,
'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο.
χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω
με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».
και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490
αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη•
και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα,
μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι
εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε•
«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495
από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη
κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,
στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».
Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,
και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500
έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του
πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,
γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505
αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,
και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη•
ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510
να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,
τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,
ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων
εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.
αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515
θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη
'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.
και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520
χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,
και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.
Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες
'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος
να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525
αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας
ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.
πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος•
χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,
έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530
και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,
και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,
κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
Ραψωδία Ο
Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,
να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου
του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.
κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,
'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5
του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,
αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε,
την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.
σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10
από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν
όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,
όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15
της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,
να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις
εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.
μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της•
ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20
του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,
του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον
γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.
αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα
εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25
ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.
και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου•
καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,
εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30
δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.
αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,
και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη
εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35
και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,
'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο•
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.
αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40
την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,
οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».
Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη•
και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος
σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45
«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε
τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης•
«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,
νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50
αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη
τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,
και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση•
τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος
κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55
Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει
την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.
τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα•
με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60
το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου•
«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65
ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».
Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε•
«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,
αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω
εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70
ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.
κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη•
πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.
τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.
μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75
τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι
μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν•
δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,
αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.
και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80
ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,
κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων•
θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,
και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι
μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85
Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα,
Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα
ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω
αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη•
μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90
ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».
Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,
την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,
και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος.
ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,
κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100
και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,
ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε
έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.
η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα
πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105
έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,
απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,
που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν.
κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα
τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,
Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.
και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω•
κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115
είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων
ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην
διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120
ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του
τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης•
κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο
'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο
από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125
να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,
η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου
μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε
'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130
και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης
εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.
τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα•
και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135
ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, •
για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους•
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,
έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140
και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.
άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης
έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145
τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.
κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,
κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι
'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.
και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150
χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,
το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,
όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155
όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη
να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,
πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω
και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160
αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,
ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι
γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι
δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.
είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165
τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα,
Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι
τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».
Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,
αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170
τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε•
«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία
μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.
την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,
και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175
ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα
πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη•
μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180
και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».
Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα
με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι•
και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ
εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι•
εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190
τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν•
κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.
κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο•
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη,
να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195
μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας
η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία,
και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.
μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με
εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200
να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».
Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης
πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.
και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.
'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205
τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,
τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης•
κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα•
«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,
πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210
ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν•
ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη
να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.
και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».
Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215
κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.
επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους•
«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,
και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220
κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.
Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη
θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος
'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,
μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225
κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,
πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε•
κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,
άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,
'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230
ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου
βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα
η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,
'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.
και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235
τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα
την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του
την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα
εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240
αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο
ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην•
τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης•
ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,
αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245
και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,
αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα•
ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν•
και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.
τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250
έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην
έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,
αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.
χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία
ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε
εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα
οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260
καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου•
και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,
'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.
ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265
«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,
άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.
για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,
φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270
Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει
εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.
αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275
ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.
εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,
μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280
αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».
Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι
πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι•
εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,
κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285
ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν•
τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,
χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.
κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290
κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.
πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,
γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.
τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295
κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο
με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,
και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.
εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,
κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,
και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,
'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305
αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση•
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με•
κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,
βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.
αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310
ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,
ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.
και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.
και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315
τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.
κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.
ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει
'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320
θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,
να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,
να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,
αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».
Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325
«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;
ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης
'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,
'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.
κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330
αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει•
εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα
με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.
αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335
συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.
και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,
θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,
'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.
κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου•
αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει
ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345
και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,
για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,
και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,
αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,
ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350
Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης
εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία
'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.
για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355
για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης
εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας•
άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της
κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη
κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360
και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,
μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω•
τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία
κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.
ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365
και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,
κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.
εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,
πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,
και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370
κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,
μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα
έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.
και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον
δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375
οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,
με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,
να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους
και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380
«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,
σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,
οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385
ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,
σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».
Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με
να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390
και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα
η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται
και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας
να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος.
και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395
και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,
και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση•
μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας
τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη
ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400
εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη•
κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.
Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,
της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου•
δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405
έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.
και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει
τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.
αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,
ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410
με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.
δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα•
και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,
άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.
Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415
πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.
ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,
ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.
εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι•
και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420
μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,
οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.
την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα•
κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι•
«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425
του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.
αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,
ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».
Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430
«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,
να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;
ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».
Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε•
«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435
άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη•
και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε•
«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440
μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,
μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,
και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,
κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε
τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445
και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,
μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση•
τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.
και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο•
ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450•
είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.
εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία
θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.
τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455
και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι•
και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,
της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.
ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,
και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460
και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα
την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.
ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,
και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.
από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465
και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια
εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,
όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.
και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,
κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470
και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,
με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,
αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη
έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475
ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα•
αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη
'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.
κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.
και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,
οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.
ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485
«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,
ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.
αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας•
ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες
ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490
σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω
εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».
Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,
ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,
του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495
με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι•
κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,
έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,
και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν
το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500
και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε
ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι
το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου
και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω
τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505
κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,
καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».
Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι
θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510
ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»
Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης
θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων
δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει•
εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515
ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,
αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.
άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι
ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,
οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520
ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη
ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.
αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,
αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».
Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525
πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε
περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω
του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,
τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του
μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530
«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη
δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.
και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας
δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535
«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα
τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».
Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου•
«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540
εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα•
και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,
και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».
Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε•
«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545
απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».
Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε
να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.
εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550
κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο
βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,
εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555
όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα
σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
Ραψωδία Π
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,
κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.
και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν
την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5
τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,
και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου•
«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου
ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,
αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10
Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του•
'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη
έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.
και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο
μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15
κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας
τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους
εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,
μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος
έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20
τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,
και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,
Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.
αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25
θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη•
τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,
αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,
την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30
«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα
εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου
ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων
ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα
μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35
Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων•
«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη
εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».
Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40
κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι•
ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας•
εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε,
κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,
κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45
Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.
κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,
κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.
τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει
από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50
κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,
και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,
και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.
άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55
ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου•
«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη
οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;
τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60
«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης•
και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις
θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα
από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65
εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω•
πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70
τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;
εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου
ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη
την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,
μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75
ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση
εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,
θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80
και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω•
και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,
κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,
βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.
δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85
'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.
μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.
και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος
πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».
Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90
«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,
μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω
ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες
'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.
το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95
ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;
ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.
αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,
και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100
από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-
ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.
αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,
άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105
'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,
παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,
κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110
αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.
ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,
ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.
αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης•
μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας
μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120
όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα•
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125
και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν
το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.
αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν•
τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130
ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.
εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης
μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη
των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135
«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.
πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη
θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος!
ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,
τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140
ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.
πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,
δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,
αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,
και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,
και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,
τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.
αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150
και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη•
και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα
να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».
Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,
και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155
δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα•
κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα•
εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,
κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160
ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.
αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,
αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.
ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.
και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165
ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη•
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,
όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,
κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170
να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».
Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα
τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη•
μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175
και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.
και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος
εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος
αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι
θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180
«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν•
έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου•
ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.
αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,
και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις;
είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του
απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».
Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190
να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.
αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη
ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε•
Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,
αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195
ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση
αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία
νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος•
ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,
και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε
δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης•
ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.
εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205
ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας•
έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,
πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,
και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210
κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων
να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα
αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους•
και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215
κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν
γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,
αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους•
τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.
και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220
αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του•
«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,
εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν
αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225
«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,
οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.
με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,
και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230
χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα•
και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,
τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,
ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.
κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235
να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.
και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω
εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,
όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240
Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,
ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος•
αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.
δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;
δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245
αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω•
και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο
εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν•
άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι•
είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250
και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη•
μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος
αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.
αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,
μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255
αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,
συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,
και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260
θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,
'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν
των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,
οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση
η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις•
αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270
σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις•
εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση
παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.
κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,
τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275
και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,
ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.
μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν
απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι•
ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,
σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,
τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα
σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285
θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,
όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν•
θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον
ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290
και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας•
μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•
'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος. —
πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295
και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο
ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση
αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300
να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,
μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,
μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.
αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη
ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305
τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,
ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».
Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του•
«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης•
διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310
αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω
'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης
εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους
έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες
'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315
και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,
και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα•
αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις
εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,
σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320
Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη
τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο
έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους•
και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,
'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325
και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,
και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου•
κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,
το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,
ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330
'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα
η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.
και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,
την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335
και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,
ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε,
βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,
κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης
όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει•
και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340
και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.
Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη•
απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος
εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,
και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345
«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.
τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους
ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν
των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα».
